κομητικός

κομητικός
κομητικός, -ή, -όν (Α)
1. (για φυτό) αυτός που έχει πλούσιο φύλλωμα
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< κόμη «φύλλωμα δένδρου». Με τη σημ. 2. < κόμης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κομητικήν — κομητικός comes fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμη — η (AM κόμη) 1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.) 2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών νεοελλ. 1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”